Εικόνα
Μέχρι πρότινος η Βουλγαρία ήταν στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι, ωστόσο πλέον η Ελλάδα είναι στην τελευταία θέση όσον αφορά τις αμοιβές των εργαζομένων, σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΠΕ.
Μπορεί το ΑΕΠ να ανεβαίνει και παρότι η κυβέρνηση πανηγυρίζει για πτώση της ανεργίας, οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση και από τους αντίστοιχους της Βουλγαρίας.
Όπως προκύπτει, βάσει της ειδικής ανάλυσης που δημοσιεύεται στο τελευταία τεύχος του οικονομικού δελτίου του ΚΕΠΕ («Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα», Βλάσης Μισσός), οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν πλέον τη μεγαλύτερη απόσταση στα μέσα ωρομίσθια από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμπερασματικά, η επιδείνωση οφείλεται στο ότι κατά τα δύο πρώτα χρόνια οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία του κορονοϊού, οι εργοδότες επέβαλαν επιμήκυνση των ωρών εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση αμοιβών.
Τελευταίοι σε αγοραστική δύναμη οι Έλληνες εργαζόμενοι
Ειδικότερα, στη διάρκεια των 15 ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η χώρα μας εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ των 27, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (purchasing power parity, PPP).
Όμως, στην πραγματικότητα η θέση των Ελλήνων εργαζόμενων είναι ακόμη χειρότερη, εάν υπολογιστούν οι μισθοί που καταβλήθηκαν (και όχι το ΑΕΠ) με αναγωγή στην αγοραστική δύναμη. Βάση μέτρησης αποτελεί το ωρομίσθιο.
Ως ωρομίσθιο ορίζεται το σύνολο των καταβληθέντων μισθών προς τις ώρες εργασίας, τις οποίες οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι απασχολήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους. Συνεπώς, ο όρος δηλώνει τον μέσο ωριαίο μισθό και όχι τα εκάστοτε επίπεδα των «ωρομισθίων» που καθορίζονται για την ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία από τον νόμο και την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας (ωρομισθίου), υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης δηλαδή, πόσες χρηματικές μονάδες κοστίζει μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες.
Στο γράφημα αποτυπώνεται η αγοραστική δύναμη μιας ώρας εργασίας σε κάθε μία χώρα της ΕΕ των 27, σε σύγκριση με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο (100), για μια σειρά ετών από το 1995 έως και το 2023. Όλες οι χώρες καταγράφονται σκιασμένες, ενώ για την Ελλάδα δίνεται έμφαση, καθώς έχει μπει κόκκινη γραμμή.
Όπως προκύπτει, το ωρομίσθιο στην Ελλάδα έχει πλέον τη μεγαλύτερη απόκλιση από την μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή είναι χαμηλότερα και από τη Βουλγαρία!
Ειδικότερα, από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ27. Η Ελλάδα βρισκόταν αυτή την περίοδο μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007/2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική.
Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία του κορονοϊού επηρέασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας. Έκτοτε η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.
* Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο από την πλευρά των μεταβολών του επιπέδου των σχετικών μισθών όσο και από τη σκοπιά του επιπέδου των ωρών εργασίας.
Οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο, χωρίς επιπλέον αμοιβή
Αν και το ζήτημα χρήζει επισταμένης έρευνας, η αύξηση των ωρών εργασίας φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ των 27, λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ένωση εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα -δηλαδή, στη χώρα μας είναι τριπλάσια του μέσου όρου.
Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο.
Όπως προκύπτει από το παραπάνω διάγραμμα, στη διάρκεια της 15ετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%). Την ίδια περίοδο, δύο χώρες βελτίωσαν τα πραγματικά ωρομίσθια περίπου κατά 40% ήταν η Πολωνία και Σλοβενία.
Πηγή: ieidiseis.gr